Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΤΣΗ

 

Βιομηχανικό Δελτίο Απογραφής - Ομάδα ΒΙ.Δ.Α.

Καταγραφή της ελληνικής βιομηχανικής κληρονομιάς.

Όνομα:  ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ ΠΕΤΣΗ

Είδος:     Βιοτεχνία

Αρχική Χρήση: Κλωστοϋφαντουργία/Μεταξουργία

Εξοπλισμός:   Δεν σώζεται

Κατάσταση:   Ερείπιο

Επανάχρηση:  -

Περιοχή: ΝΕΑ ΙΩΝΙΑ ΒΟΛΟΥ

Πληροφορίες:

Ο Βασίλειος Πέτσης ήταν ιδιοκτήτης του μεταξουργείου. Καταγόταν μάλλον από την Παραμυθιά της Ηπείρου και βρέθηκε στον Βόλο ως οικονομικός μετανάστης έμπορος. Γνώρισε την Αφροδίτη Ζωγιοπούλου από το Παλιούρι Καρδίτσας, την παντρεύτηκε και εγκαταστάθηκε μόνιμα.
Απόκτησε οκτώ παιδιά, τέσσερα κορίτσια και τέσσερα αγόρια: Τους Ευθαλία, Κωνσταντίνο, Αλέξανδρο, Αγγελική, Ανδρέα, Κική, Σπύρο, Φιλίτσα (Φούλα).
Αρχικά άνοιξε μπακάλικο σε κείνο το σημείο (λίγο πάνω, λίγο κάτω) και παρέμενε μέχρι μετά τον πόλεμο του 1940.
Μετά την Κατοχή το μπακάλικο έγινε μεταξουργείο, ο χώρος επεκτάθηκε, αξιοποιήθηκε και έγινε σημείο αναφοράς της εργατικής περιοχής. Δεκαπέντε εργάτριες έπιασαν δουλειά, γυναίκες που είχαν ανάγκη να δουλέψουν για να ζήσουν την οικογένειά τους.
Το κτίσμα ήταν παραλληλόγραμμο, πετρόκτιστο με μια μεγάλη πόρτα για είσοδο και πολλά μεγάλα παράθυρα στην πρόσοψη και στις παράπλευρες επιφάνειες. Δεν υπήρχε περιτείχισμα στην αυλή που να οριοθετεί τον χώρο.

Μέσα στο εσωτερικό του εργοστασίου υπήρχε αναπινιστήριο, στριπτήριο, βαφείο και φινιριστήριο. Ανάπνιση ήταν η διαδικασία κατά την οποία ξετυλίγεται η κλωστή από το κουκούλι και τυλίγεται σε ανέμες. Εκεί οι γυναίκες έριχναν τα κουκούλια σε ειδικές μικρές λεκάνες, τις κολυμπήθρες, με το βραστό νερό 50 έως 60 βαθμούς Κελσίου για να διαλυθεί η μεταξόκολλα και να ξετυλιχθεί ευκολότερα η ίνα, να μαλακώσουν και να γίνει η διαλογή έξω. Ο αύλειος χώρος ήταν μεγάλος. Εκεί με τα σκουπάκια χτυπούσαν τα κουκούλια και το μετάξι ανέβαινε στον αφρό. Το στριμμένο μεταξωτό νήμα έπρεπε να βράσει καλά σε καυτό νερό, σαπούνι και σόδα για να φύγει η κόλλα του. Η διαδικασία αυτή κάποιες φορές επαναλαμβανόταν μέχρι το μετάξι να αποκολλαριστεί τελείως και να αποκτήσει την ελαστικότητα που έπρεπε. Αν ήθελαν να διατηρήσουνε το φυσικό του χρώμα, ακολουθούσε η διαδικασία της λεύκανσης. Ξεχώριζαν τα καλά και τα άπλωναν για στέγνωμα.
Μετά το μετάξι γινόταν νήμα, το τύλιγαν στις ανέμες και από κάτω σε απόσταση υπήρχαν ειδικά μαγκάλια για να στεγνώσουν. Τα νήματα, που υπήρχαν στα μασούρια, που παράγονταν από την κλώστρια, είχαν σχετικά μικρό μήκος. Για να οδηγηθούν αυτά τα νήματα στον αργαλειό ή στην πλεκτική μηχανή ήταν αναγκαίο να έχουν μεγάλο μήκος.
Έτσι, γινόταν το μπομπινάρισμα των νημάτων, όπου το ένα μετά το άλλο τα νήματα τυλίγονται σε μια κωνική μορφή.

Το μετάξι τους ήταν αρίστης ποιότητας και έφευγε μέχρι τη Γαλλία κάποιες φορές.
Όταν σήμαινε το κουδούνι του σχολάσματος ο ήλιος έγερνε στη δύση και τα κορίτσια ξεχύνονταν ψιθυρίζοντας τα παραλειπόμενα της δωδεκάωρης δουλειάς τους. Ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση που ενδιαφερόταν για τις εργάτριες, για τις συνθήκες, για την προσωπική τους ζωή.
Τα αγόρια Κωνσταντίνος, Ανδρέας και Αλέξανδρος δούλευαν μαζί με τον πατέρα τους στο εργοστάσιο. Ο Κωνσταντίνος ασχολούνταν με την παραλαβή των κουκουλιών από την Αγιά και το Σουφλί και έστελνε το μετάξι σε πολλές πόλεις, ιδιαίτερα Αθήνα, Θεσσαλονίκη.
Παντρεύτηκε την Αθανασία Γιακάκογλου, προσφυγοπούλα από τη Σμύρνη, και απόκτησε τον Βασίλειο. Ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε την Αικατερίνη Γιαννούλου από την Αργαλαστή και απόκτησε τη Θεοδώρα, τον Βασίλη-Γιώργο και τον Παντελή. Ο Ανδρέας παντρεύτηκε την Ελισάβετ και έκανε οικογένεια. Ο Σπύρος πήγαινε περιστασιακά στο μεταξουργείο, διότι ήταν ο γραμματιζούμενος της οικογένειας και μετά από λίγο, διορίστηκε στα ΕΛΤΑ ή ΤΤΤ, όπως ήταν η ονομασία τότε. Παντρεύτηκε την Κερασία Κουκουβίνου, εκπαιδευτικό.

Το μεταξουργείο λειτούργησε μέχρι το 1968, γιατί η τεχνολογία είχε κάνει προόδους και δεν συνέφερε η λειτουργία του. Έπειτα οι ιδιοκτήτες του το νοίκιασαν στον Στέλιο Μαρούγκα και έγινε ξυλουργείο, το οποίο και αυτό ξενοικιάστηκε. Το κτίσμα- υπόστεγο πλέον από το 2000 εγκαταλείφθηκε στην τύχη του και στον χρόνο. Ώσπου το 2018 με το χιόνι που έπεσε, οι τοίχοι δεν άντεξαν και σωριάστηκε αφήνοντας μερικά σημάδια της ύπαρξής του. Κανείς και από τους παλιούς δεν το θυμόταν. Το περίεργο είναι πως δεν ήταν καταχωρημένο ούτε στο εμπορικό και βιομηχανικό επιμελητήριο Μαγνησίας. Σήμερα είναι σαν φάντασμα δίπλα στο κτίριο των Προσκόπων και παραμένει έτσι λόγω ασυμφωνίας των πολλών κληρονόμων. Έτσι έσβησε η παρουσία του στον χώρο της Νέας Ιωνίας, όχι όμως και η ιστορία του.

Πηγές: Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960, Προσωπικές μαρτυρίες, Λίτσας Καϊκλή, Φιλίτσας Φιλοσόγλου, Βασιλείου Πέτση, Νίκου Θεραπιώτη, Δ. Κωνσταντάρα-Σταθαρά «Συναξάρι των πρώτων οικιστών της Ν. Ι από το 1924», 2013.

 

Πριν εγκαταλλειφθεί λειτουργούσε ως ξυλαποθήκη


Βιβλιογραφία-Πηγές:

"Προσφύγων πόλις", έκδοση της Πολιτιστικής Εστίας Μικρασιατών Νέας Ιωνίας, 2008

Οδοιπορικό στους δρόμους της Νέας Ιωνίας του 1960

Από την σελίδα Συζητώντας για την Μαγνησία Στο Πέρασμα Του Χρόνου


Όνομα καταγραφέα*:  ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΙΑΝΟΣ, ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΓΙΑΣΙΡΑΝΗ

Ημερομηνία καταγραφής**: 01-10-2020

* αυτός που εντόπισε/φωτογράφισε/αποδελτίωσε/κλπ.

**ημερομηνία που έγινε η καταγραφή/φωτογράφηση/αποδελτίωση/κλπ.

***οι φωτογραφίες και οι χάρτες συμπληρώνονται εκτός δελτίου και κάτω από αυτό.

Ευχαριστούμε για τη συνεισφορά σας στην καταγραφή της ελληνικής βιομηχανικής κληρονομιάς

 

Πηγή : "Προσφύγων πόλις", έκδοση της Πολιτιστικής Εστίας Μικρασιατών Νέας Ιωνίας, 2008

Πηγή : φωτογραφικό αρχείο κου Δ.Τσιάνου 26-09-20

Πηγή : φωτογραφικό αρχείο κου Δ.Τσιάνου 26-09-20
Πηγή : αεροφωτογραφία από πηγές του κου Τσιάνου
κτηματολογικοί χάρτες του 09-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου