Βιομηχανικό Δελτίο Απογραφής - Ομάδα ΒΙ.Δ.Α.
Καταγραφή της ελληνικής βιομηχανικής κληρονομιάς.
|
Όνομα: ΚΑΠΝΕΜΠΟΡΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΣΟΥΤΟΥ
|
Είδος:
|
Αρχική Χρήση:
|
Εξοπλισμός:
|
Κατάσταση:
|
Επανάχρηση:
|
Περιοχή: Βαθύ Σάμος
|
Πληροφορίες:
Στο τέλος της δεκαετίας του 1910 εμφανίζεται δυναμικά ένας μικρόσωμος δημοδιδάσκαλος, ο Γεώργιος Δ. Σούτος, ο οποίος όπως είδαμε προηγούμενα, είχε δημιουργήσει με τον πατέρα του Εμπορική Ομόρρυθμη Εταιρεία.
Γίνεται αντιπρόσωπος της Αμερικανικής Εταιρείας καπνών «Glenn Tobacco Company”, που συνεχίζει να υπάρχει μέχρι σήμερα, με την επωνυμία «Reinolds Tobacco Company και η οποία παράγει τα γνωστά τσιγάρα Camel Winston Salem κ.ά. Πρώτο του γραφείο-μαγαζί το κτίριο που στεγάζεται σήμερα η Εμπορική Τράπεζα, με σημερινή ιδιοκτήτρια την κ. Βάνθα Μαύρου, κόρη του Γεωργίου Σούτου.
Η Μικρασιατική Καταστροφή φέρνει στο νησί χιλιάδες πρόσφυγες αλλά και μεγάλες ξένες καπνεμπορικές εταιρείες από τη Σμύρνη. Το προσφυγικό στοιχείο, δυναμικό και έμπειρο, μπαίνει στην καπνοκαλλιέργεια αλλά και στην εμπορική επεξεργασία του καπνού.
Η Σάμος καθιερώνεται σαν κέντρο επεξεργασίας καπνού και κτίζονται μεγάλες καπναποθήκες. Ο τοπικός τύπος, στις 30 Ιουλίου 1923, αναφέρει: «τελειώνουν αι αποθήκαι καπνών που ανεγείρουν αι δύο μεγάλαι αμερικανικαί εταιρείαι. Αρχίζει και η ανέγερση τρίτης αποθήκης αδελφών Δ. Σούτου. Εις τας αποθήκας ταύτας θα γίνεται επεξεργασία χιλιάδων δεμάτων καπνού παραγομένων ενταύθα ή μεταφερομένων εξ άλλων μερών. Το πράγμα είναι ευχάριστον διά τον τόπον μας, ο οποίος έχει να αποκομίσει μεγάλα οφέλη».
Αρχές του 1924 ανεγείρεται στην Τερψιθέα καπναποθήκη εκ των μεγαλυτέρων, με πέντε ορόφους, των αδελφών Σούτου, με εισαγωγή ξυλείας από Τεργέστη και Τσεχοσλοβακία, σε μεγάλη ποσότητα, απευθείας στη Σάμο, της οποίας το περίσσευμα από τις αποθήκες γίνεται και αντικείμενο εμπορίου. Είναι η περίοδος κατά την οποία εργάζονται στο Βαθύ της Σάμου σε οκτάμηνη βάση πάνω από 2000 κορίτσια (καπνεργάτριες) και σε συνεχή εργασία πάνω από 500 άνδρες (στιβαδόροι, κ.ά.). Η παραγωγή της Σάμου την εποχή αυτή ξεπερνάει κάθε χρόνο το ένα εκατομμύριο πεντακόσιες χιλιάδες οκάδες, με εισόδημα παραγωγών να ξεπερνάει τα 150.000.000 δραχμές της εποχής εκείνης. Επιπλέον χρήματα εισρέουν και από την επεξεργασία.
Στις 18-1-1937 εκδίδεται οικοδομική άδεια για ανέγερση αποθήκης πενταώροφης ιδιοκτησίας Γ. Σούτου. Είναι η δεύτερη από τις δύο δίδυμες, καθώς και το πίσω παράρτημα, που κατασκευάζονται πια με οπλισμένο σκυρόδεμα, πρωτοπόρο για την εποχή του στο Αιγαίο κτίριο, οπότε και ο καπνέμπορος αυτός γίνεται ο μεγάλος κυρίαρχος του παιχνιδιού.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1930: Ο καπνέμπορος Σούτος πηγαίνει με τα πόδια από το λιμάνι στο σπίτι του που βρίσκεται στη θέση που είναι σήμερα το εστιατόριο Κούρος. Από το σπίτι Πλουμά αρχίζει κι από τις δυο πλευρές του δρόμου μια αλυσίδα ανθρώπων που τον περιμένουν για να τους δώσει χαρτζιλίκι για τις γιορτές. Ο νεαρός τότε πατέρας μου, με μια τσάντα στο χέρι, δίνει χαρτονομίσματα στο Σούτο, ο οποίος τα μοιράζει στους φτωχούς αυτούς συμπατριώτες μας. Μπροστά στο σπίτι του τον περιμένει η ορχήστρα «Καλτάκηδες», οι οποίοι του παίζουν τα κάλαντα και στη συνέχεια τον ύμνο του Βενιζέλου. Ο Σούτος ενθουσιάζεται και φωνάζει: «Αλέξανδρε, δώσε όλα τα υπόλοιπα λεφτά στα παιδιά». Αυτό γινόταν κάθε χρόνο.
Και ήρθε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα καπνοχώραφα έγιναν κτήματα με είδη διατροφής για να αντιμετωπιστεί η πείνα. Στη συνέχεια ο Εμφύλιος. Γύρω στο 1950 η παραγωγή των καπνών έχει πέσει στο 15% της προπολεμικής. Όμως το αντικείμενο συνεχίζει την πορεία του. Κάθε χρόνο τον Δεκέμβριο έρχεται στο λιμάνι ένα μεγάλο αμερικάνικο λίμπερτι και φορτώνει δέματα καπνού. Για μια βδομάδα επιστρατεύονται κάρα, φορτηγά της εποχής και μαούνες που τα μεταφέρουν από την αποβάθρα στο βαπόρι που στέκεται φυσικά αρόδο. Οι καπνεργάτες και οι καπνεργάτριες κύρια από τα Προσφυγικά, από το Άνω Βαθύ, το Παλιόκαστρο αλλά και άλλα κοντινά χωριά, δουλεύουν έξι μήνες το χρόνο. Στα καλύβια των εξοχών το κιίντισμα των φύλλων καπνού πάει κι έρχεται. Οι μεσίτες Οκτώβριο, Νοέμβριο, Δεκέμβριο, γυρίζουν τα χωριά για να κάνουν τις αγορές των καπνών. Στην καπναποθήκη Σούτου δουλεύουν και 400 άτομα.
Όμως η πορεία είναι πτωτική. Η Σάμος αδειάζει από το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού. Μέχρι το 1960 το ενδιαφέρον υπάρχει ακόμα. Εξακολουθούν να μεταφέρονται καπνά για επεξεργασία από τη Χίο και τη Μυτιλήνη στη Σάμο. Εκτός από το καπνεμπόριο Σούτου, δουλεύουν για λίγο στη Σάμο και οι εταιρείες της Θεσσαλονίκης «Βοεβόδας» και «Αυστροελληνική».
Δεκαετία του 1960. Τα καπνά στη Σάμο σβήνουν. Οι εργαζόμενοι, μεγάλοι πια, συνταξιοδοτούνται ή εγκαταλείπουν το επάγγελμα. Οι αποθήκες, οι μεγαλοπρεπείς καπναποθήκες του μεσοπολέμου, αρχίζουν να ερειπώνονται.
|
Βιβλιογραφία-Πηγές:
Τα καπνεργοστάσια Σάμου και η συμμετοχή τους στην οικονομική ζωή του Δήμου Σαμίων από τα πρακτικά του συνεδρίου: “Η πόλη της Σάμου. Φυσιογνωμία και εξέλιξη” |
Όνομα καταγραφέα*: Δημήτρης Ντούκας
|
Ημερομηνία καταγραφής**: 07-09-2019
|
* αυτός που εντόπισε/φωτογράφισε/αποδελτίωσε/κλπ.
**ημερομηνία που έγινε η καταγραφή/φωτογράφηση/αποδελτίωση/κλπ.
***οι φωτογραφίες και οι χάρτες συμπληρώνονται εκτός δελτίου και κάτω από αυτό.
|
αρχείο κου Δ.Ντούκα, 07-09-2019 |
φωτο απο google maps |
φωτο απο google maps |
φωτο απο google maps |
φωτο απο google maps |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου